- υποδιοίκηση
- [-ις (-εως)] η1) должность заместителя начальника или помощника командира; 2) резиденция заместителя начальника или помощника командира; 3) отдел управления (в учреждении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποδιοίκηση — η 1. το αξίωμα και το έργο του υποδιοικητή: Η υποδιοίκηση απαιτεί ικανότητες. 2. αυτοτελής υποδιαίρεση διοίκησης με προϊστάμενο που έχει τον τίτλο του υποδιοικητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδιοίκηση — η, Ν 1. το αξίωμα και το έργο τού υποδιοικητή 2. υποδιαίρεση διοίκησης, μερικώς αυτοτελής, με προϊστάμενο τον υποδιοικητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + διοίκηση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδιοίκησις, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως… … Dictionary of Greek